Αφού ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τα θεία. Και να, που είχε φτάσει εκείνη η στιγμή που θα έπρεπε να νιώσει συγκίνηση και να συνδεθεί με κάτι βαθιά θρησκευτικό, ένα χριστιανικό σύμβολο. Έμεινε να κοιτάζει το εκκλησάκι που, χωρίς πολύ ψάξιμο και πολλούς ρομαντισμούς, διάλεξαν τελικά να παντρευτούν. Μικρό, λιτό, συμπαθές. Αξιοπρεπές. Είχε όλα τα χαρακτηριστικά που της αρκούσε να έχει και η ζωή που θα έκανε από δω και στο εξής. Η γνωριμία τους ήταν κάτι παραπάνω από βαρετή. Ήταν η επιτομή αυτού που θα ονόμαζε κάποιος «αδιάφορη προσωπικότητα» παρόλα αυτά, εκείνη την περίοδο αυτός ο άνθρωπος στάθηκε τυχερός μέσα στο χάλι του, καθώς αυτή του η βαρετή προσωπικότητα έκανε τη διαφορά. Την έκανε να νιώθει πολύ ανώτερη. Και ενδιαφέρουσα. Πράγμα που πια δεν μπορούσε να της το χαρίσει κανείς από τον υπέρλαμπρο και φανταχτερό κύκλο της. Ο καθένας λαμπερότερος του άλλου. Θυμήθηκε τη μέρα που του ζήτησε να την παντρευτεί και χαμογέλασε με κακία. Πόσο γελοίο της είχε φανεί το βλέμμα χαράς που πήραν τα μάτια του. Εκείνη αγόραζε απλά ένα κομμάτι κρέας, αξιοσέβαστο και ευυπόληπτο, που θα της έδινε την ικανοποίηση ότι επιτέλους καταξιώθηκε. Αξιώθηκε να γίνει το δύο ένα. Εκείνος, το θεώρησε ως την τελευταία και πιο περίτρανη απόδειξη ότι τελικά υπάρχει Ο Θεός. Ίσως και να σκέφτηκε πόσο δίκιο είχε τόσα χρόνια η γιαγιά του που τον πίεζε πεισματικά να μην εγκαταλείπει την πίστη του. Αυτό θα ήταν λοιπόν. Αυτή η εκκλησία της αρκούσε. Συμπλήρωνε ιδανικά την εικόνα που είχε στο μυαλό της για αυτό που είναι «πρέπον» να γίνει.«Ήταν ένας υπέροχος γάμος», θα πει σίγουρα η θεία Ευτέρπη σκέφτηκε.
Ύστερα από πρόσκληση του Σπιτόγατου. Μια ιστορία με αφορμή αυτή την εικόνα. Έκανα οτι μπορούσα αλλά από λόγια φαντασία, λίγα πράγματα!
Ύστερα από πρόσκληση του Σπιτόγατου. Μια ιστορία με αφορμή αυτή την εικόνα. Έκανα οτι μπορούσα αλλά από λόγια φαντασία, λίγα πράγματα!